Ο.Σ.Υ.Α.Π.Ε. ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΑΙΡΕΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ Δ/νση: Λ. Συγγρού 80-88, 7ος όροφος email: osyape@otenet.gr www.osyape.gr |
τηλ. προέδρου: 6932442294 – τηλ. γραμματέα: 6977432661
Αθήνα 11/9/2018
Αριθμ. Πρωτ.:133
Προς
1.Περιφερειάρχες
α. Γραφεία Περιφερειαρχών
β. Δ/νσεις Διοίκησης
2.ΥΠΕΣ
α. Γραφείο Υπουργού
β. Δ/νση Προσωπικού Τ.Α.
Θέμα: Για την εφαρμογή του άρθρου 219 του Ν. 4555/2018, για τις «μετακινήσεις».
Ενόψει εφαρμογής του άρθρου 219 του Ν. 4555/2018, που αντικατέστησε το άρθρο 245 του Ν. 3852/2010 και ειδικότερα αναφορικά με τυχόν «μετακινήσεις» (ορθώς μεταθέσεις) υπαλλήλων των Περιφερειών, σε οργανικές μονάδες άλλων Περιφερειακών Ενοτήτων, από αυτές στις οποίες ανήκουν οι οργανικές τους θέσεις και λαμβανομένου υπόψη ότι η νομοθετική αυτή ρύθμιση έγινε προκειμένου να τεθούν κανόνες στις περιπτώσεις, που οι υπάλληλοι «μετακινούνται» σε άλλη Περιφερειακή Ενότητα, τόσο μετά από αίτημά τους, όσο και σε «εξαιρετικές ανάγκες», ώστε να προστατεύονται τα δικαιώματα των υπαλλήλων των Περιφερειών και στα πλαίσια των προβλεπομένων από το άρθρο 4 του Ν. 1264/1982 σκοπών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς και των καταστατικών σκοπών μας, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος «Οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι δεν δύνανται να μετατεθούν άνευ γνωμοδοτήσεως Υπηρεσιακού Συμβουλίου, αποτελουμένου κατά τα δύο τρίτα, τουλάχιστον, εκ μονίμων υπαλλήλων».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 245 του Ν. 3852/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το πιο πάνω άρθρο 219 του Ν. 4555/2018: «1. Η τοποθέτηση των προϊσταμένων γίνεται με πράξη του περιφερειάρχη ή του οικείου αντιπεριφερειάρχη. 2. Η τοποθέτηση των υπαλλήλων σε οργανικές μονάδες και θέσεις γίνεται με πράξη του περιφερειάρχη ή του οικείου αντιπεριφερειάρχη. 3. Μετακίνηση προϊσταμένου οργανικής μονάδας γίνεται μόνο σε θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας αντίστοιχου επιπέδου, με πράξη του αρμόδιου για την τοποθέτηση οργάνου. 4. Μετακίνηση υπαλλήλου σε θέση της ίδιας Διεύθυνσης γίνεται με απόφαση του προϊσταμένου της Διεύθυνσης, σε θέση άλλης διεύθυνσης της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης, με απόφαση του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης, και σε θέση άλλης Γενικής Διεύθυνσης με απόφαση του περιφερειάρχη ή του οικείου αντιπεριφερειάρχη. Η μετακίνηση γίνεται πάντοτε σε θέση της ίδιας κατηγορίας και κλάδου και εφόσον για την κάλυψή της απαιτούνται τα ίδια τυπικά προσόντα που απαιτούνται για τη θέση από την οποία γίνεται. Μετακίνηση προϊσταμένων γίνεται σε αντίστοιχης βαθμίδας οργανική μονάδα. 5. Η μετακίνηση υπαλλήλου σε οργανική μονάδα άλλης περιφερειακής ενότητας από αυτήν στην οποία ανήκει η οργανική του θέση επιτρέπεται μόνο για λόγους εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Για τη λήψη της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και για την επιλογή του μετακινούμενου υπαλλήλου, λαμβάνονται υπόψη, εκτός από τις εξυπηρετούμενες υπηρεσιακές ανάγκες και κριτήρια κοινωνικά, όπως η οικογενειακή κατάσταση, η κατάσταση της υγείας του μετακινούμενου υπαλλήλου ή η συνυπηρέτηση συζύγου.».
Σύμφωνα με τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις, η αναφερόμενη σ’ αυτές «μετακίνηση» υπαλλήλου σε οργανική μονάδα άλλης Περιφερειακής Ενότητας, από αυτήν στην οποία ανήκει η οργανική του θέση, συνιστά κατ’ ακριβολογία μετάθεση, δεδομένου ότι:
1) Απαιτείται, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, σύμφωνη γνώμη του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, προβλέπεται μόνο στις περιπτώσεις μεταθέσεων και όχι στις περιπτώσεις μετακινήσεων υπαλλήλων και
2) Οι αποφάσεις της Διοίκησης, με τις οποίες «μεταφέρονται» υπάλληλοι, από Αρχή σε άλλη Αρχή, ενέχουν το στοιχείο της μετάθεσης, καθ’ όσον, όπως παγίως γίνεται δεκτό, μετάθεση του υπαλλήλου της Διοίκησης είναι η «μεταφορά» του, από την θέση που κατέχει, σε ομοιόβαθμη θέση του ίδιου κλάδου και ιεραρχίας, η οποία, όμως, ανήκει σε άλλη, διακεκριμένη υπηρεσιακή μονάδα, όπως Διεύθυνση ή και Τμήμα που εδρεύει σε Περιφερειακή Ενότητα διαφορετική της Περιφερειακής Ενότητας της έδρας της Διεύθυνσης όπου αυτό υπάγεται κλπ (με ιδία κατά τόπο και καθ’ ύλη αρμοδιότητα, έδρα και οργανική συγκρότηση) (βλ. Σ.τ.Ε 1859/2000, 1749/1999, 581/1987, 4586/1983, 1174/1978, Δ.Εφ.Λαρ. Ακυρ.-Συμβ. 52/2017, Δ.Εφ.Πατρ. Ακυρ.-Συμβ. 106/2014, Δ.Εφ.Αθην.-Θ΄Ακυρ.Τμ. 1502/2009, Δ.Εφ.Λαρ. Ακυρ.-Συμβ. 33/2009, Δ.Εφ.Λαρ. Ακυρ.-Συμβ. 34/2009, Δ.Εφ.Αθην.-Ι΄Ακυρ.Τμ. 35/2007, Δ.Εφ.Λαρ. Ακυρ. 208/2006, Δ.Εφ.Αθην.-Ι΄Ακυρ.Τμ.-Συμβ. 194/2006, Δ.Εφ.Αθην.-Ι΄Ακυρ.Τμ.-Συμβ. 134/2006, Δ.Εφ.Αθην.-Ι΄Ακυρ.Τμ. 952/2005, Δ.Εφ.Αθην.-Ι΄Ακυρ.Τμ. 1037/2004, Δ.Εφ.Αθην.-Θ΄Ακυρ.Τμ. 2338/2003, Δ.Εφ.Λαρ. Ακυρ. 265/1998 κ.ά. και Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου και Χαραλάμπους Χρυσανθάκη, Βασικοί Θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου, β΄ έκδοση, σελ.88). Περαιτέρω, από τις σχετικές οργανικές διατάξεις των Περιφερειών, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τις ισχύουσες συναφείς με το αντικείμενο των Διευθύνσεων ή των ισοτίμων με αυτές οργανικών μονάδων των Περιφερειών, συνάγεται, ότι οι Διευθύνσεις και οι ισότιμες με αυτές υπηρεσιακές μονάδες ή και τα Τμήματα που εδρεύουν σε Περιφερειακές Ενότητες διαφορετικές της Περιφερειακής Ενότητας της έδρας της Διεύθυνσης όπου αυτά υπάγονται, είναι μεν οργανικές μονάδες των Περιφερειών, πλην, όμως, ταυτόχρονα αποτελούν και διακεκριμένες υπηρεσιακές μονάδες αυτών, με ιδία κατά τόπο και καθ’ ύλη αρμοδιότητα, έδρα και οργανική συγκρότηση. Συνεπώς, καθεμία από αυτές αποτελεί και ιδιαίτερη αυτοτελή Αρχή (βλ. Δ.Εφ.Αθην.-Ι΄ Ακυρ. Τμ.-Συμβ. 144/2006, Δ.Εφ.Αθην.-Θ΄ Ακυρ. Τμ.-Συμβ. 199/2005, Δ.Εφ.Αθην.-Ι΄ Ακυρ. Τμ.-Συμβ. 24/2005 κ.ά.).
Εξ ετέρου, κατά την έννοια των προδιαληφθεισών διατάξεων, στις περιπτώσεις μεταθέσεων, όπως στις περιπτώσεις «μεταφορών» υπαλλήλων των Περιφερειών, σε οργανικές μονάδες άλλων Περιφερειακών Ενοτήτων, από αυτές στις οποίες ανήκουν οι οργανικές τους θέσεις, αφενός μεν δεν αρκεί πλέον απλή απόφαση του Περιφερειάρχη, Αντιπεριφερειάρχη ή Γενικού Διευθυντή, κατά περίπτωση, αλλά απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, εκδιδόμενη βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, αφετέρου δε το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο πρέπει να γνωμοδοτεί αδέσμευτο από υποδείξεις της Διοίκησης, ως προς τα πρόσωπα των μεταθετέων υπαλλήλων και τις θέσεις, στις οποίες πρέπει να γίνει η μετάθεση και οφείλει να λαμβάνει μεν υπόψη, για την ενέργεια των μεταθέσεων, λόγους εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης, να συνεκτιμά, όμως, και τις τυχόν υφιστάμενες προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες, εφόσον οι τελευταίες είναι γνωστές στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1086/1987).
Εν όψει των ανωτέρω:
α) Το ερώτημα της Διοίκησης, προς το Υπηρεσιακό Συμβούλιο, πρέπει να περιλαμβάνει τις κενές θέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρωθούν, τα ονόματα των προσώπων, τα οποία τυπικώς δύνανται να μετατεθούν και τις τυχόν αιτήσεις μεταθέσεων (βλ. Σ.τ.Ε. 1835, 4399, 4837/1987, 4448, 4783/1986, 378/1984, Δ.Εφ.Αθην. 189, 528/1993, 1718/1990 κ.ά.).
Ως εκ τούτου, δεν επιτρέπονται ονομαστικά ερωτήματα της Διοίκησης, καθ’ όσον αφορά τα πρόσωπα των μεταθετέων υπαλλήλων και τις θέσεις στις οποίες πρέπει να γίνει η μετάθεσή τους, προς το Υπηρεσιακό Συμβούλιο Υπαλλήλων των Περιφερειών, προκειμένου να επιληφθεί μεταθέσεων υπαλλήλων τους, το δε τελευταίο δεν επιτρέπεται να γνωμοδοτεί, αποδεχόμενο, απλώς, τη σχετική υπηρεσιακή εισήγηση για τη μετάθεση συγκεκριμένων υπαλλήλων, όπως προτείνεται με το σχετικό ερώτημα.
Ερωτήματα, στα οποία θα αναγράφονται ονομαστικά οι μεταθετέοι υπάλληλοι, καθώς και οι θέσεις στις οποίες αυτοί οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι πρέπει να μετατεθούν, δεν θα είναι νόμιμα, γιατί έτσι θα συνάγεται, ότι το Υπηρεσιακό Συμβούλιο θεώρησε, ότι δεσμευόταν από ένα τέτοιο ονομαστικό ερώτημα για τη μετάθεση συγκεκριμένων υπαλλήλων και δεν άσκησε, κατά παράβαση του Νόμου, την αδέσμευτη αρμοδιότητά του.
β) Αυτονόητα έπεται, ότι είναι αναγκαίο και πρέπει να έχει προηγηθεί απόφαση κατανομής των οργανικών θέσεων, ανά Διεύθυνση και Τμήμα και Περιφερειακή Ενότητα, τόσο των καλυμμένων, όσο και των υφιστάμενων κενών οργανικών θέσεων.
γ) Πρέπει επίσης να τηρείται, από κάθε Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού, αρχείο με όλες τις κατατεθειμένες αιτήσεις μεταθέσεων των υπαλλήλων. Οι δε αιτήσεις των υπαλλήλων για την
μετάθεσή τους σε οργανική μονάδα άλλης Περιφερειακής Ενότητας, από αυτήν που υπηρετεί, πρέπει να κατατίθενται στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο της οικείας Περιφέρειας, μαζί με το σχετικό ερώτημα – εισήγηση της Διοίκησης και
δ) Ως λόγοι εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης νοούνται λόγοι έκτακτης και απρόβλεπτης και όχι κανονικής και συνήθους υπηρεσιακής ανάγκης. Σε κάθε δε περίπτωση απαιτείται ειδικώς αιτιολογημένη κρίση, στο πρακτικό του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ήτοι αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά ή στοιχεία, περί της συνδρομής λόγων εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης, που επιτάσσουν, κατ’ εξαίρεση, την μετάθεση συγκεκριμένου υπαλλήλου, από Περιφερειακή Ενότητα σε άλλη Περιφερειακή Ενότητα. Δεν αρκούν δε στερεότυπες και αόριστες διατυπώσεις ή απλή επανάληψη του λεκτικού του Νόμου, κατά παράβαση ακόμη και της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας που κυρώθηκε με το Ν. 2690/1999. Επομένως, τόσο στις αποφάσεις μετάθεσης του αρμόδιου οργάνου, όσο και στα σχετικά πρακτικά των Υπηρεσιακών Συμβουλίων θα πρέπει να διαλαμβάνεται ειδική αιτιολογία, από την οποία να προκύπτει, ευθέως, ότι ελήφθησαν υπόψη, για την ενέργεια της μεταθέσεως, συγκεκριμένοι και όχι αόριστοι λόγοι εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης και ότι συνεκτιμήθηκαν τυχόν υφιστάμενες προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες (ήτοι κριτήρια κοινωνικά, όπως, ενδεικτικά, η οικογενειακή κατάσταση, η κατάσταση της υγείας ή η συνυπηρέτηση συζύγου κλπ, των κρινόμενων), εφόσον οι τελευταίες είναι γνωστές στη Διοίκηση και στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο.
Σε διαφορετική περίπτωση, θα καθίσταται μη νόμιμη, η γνωμοδότηση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Υπαλλήλων της Περιφέρειας και επομένως ακυρωτέα θα τυγχάνει και η στηριζόμενη σ’ αυτήν απόφαση μεταθέσεως.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, καλούμε:
– Τα αρμόδια όργανα των Περιφερειών να ενεργούν, σύμφωνα με το νόμο, όπως, κατά τα παραπάνω εκτεθέντα, έχει ερμηνευθεί από την πάγια νομολογία, αφενός για να μην αναγκάζονται οι υπάλληλοι να προσφεύγουν στα Δικαστήρια, αφετέρου για να αποφεύγεται η ακύρωση διοικητικών πράξεων μεταθέσεως της Διοίκησης, όπως επιβάλλεται από την αρχή της χρηστής διοίκησης.
– Το Υπουργείο Εσωτερικών να προχωρήσει σε έκδοση σχετικής εγκυκλίου, προκειμένου να αποφευχθεί κάθε παρερμηνεία.
ΓΙΑ ΤΟ Δ.Σ.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΑΝΟΥΤΣΑΚΟΥ ΒΕΤΑ ΑΝΔΡΕΑΔΕΛΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ